- παράθεμα
- παράθεμαappendageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… … Dictionary of Greek
παραθέματα — παράθεμα appendage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθέματος — παράθεμα appendage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՊԱՐՈՒՄ — (րումք, կամ րումն, րմունք, մանց.) NBH 1 0274 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. παράθεμα additamentum, περισσόν reliquum, residuum եւ σχοινίον funiculus Աւելորդ ծայրք կամ կախուածք վրանի եւ նմանեացն, ստորոտ. ծոպք. եւ Ապաւանդակ. լար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)